- ἐπιτεταμένος
- ἐπιτείνωstretch uponperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… … Dictionary of Greek
αναγρύζω — ἀναγρύζω (Α) 1. (κυριολεκτικά) κάνω με το στόμα «γρυ» και για χοίρους γρουνίζω 2. γογγύζω 3. δεν λέω τίποτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γρύζω. Επιτεταμένος τ. τού γρύζω] … Dictionary of Greek
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
αυθόμαιμος — αὐθόμαιμος, ον (Α) από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)] … Dictionary of Greek
πάμπανυ — (Α) επίρρ. (επιτεταμένος τ. τού πάνυ) πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πάνυ] … Dictionary of Greek
παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] … Dictionary of Greek
περιποππύζω — ΜΑ (ως επιτεταμένος τ. τού ποππύζω) μσν. θωπεύω, χαϊδεύω αρχ. (κυρίως το παθ.) περιποππύζομαι επιδοκιμάζομαι από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποππύζω «θωπεύω, κολακεύω»] … Dictionary of Greek
προκυδάνω — Α επιτεταμένος τ. τού κυδάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυδάνω «τιμώ»] … Dictionary of Greek
προπρήων — ωνος, ὁ, ΜΑ πιθ. επιτεταμένος τ. τού πρηών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρηών, ασυναίρετος τ. τού πρῶν*] … Dictionary of Greek
προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… … Dictionary of Greek